- ελαϊκό οξύ
- Ακόρεστη οργανική ένωση που αντιστοιχεί στον τύπο CO17H33COOH. Είναι από τα περισσότερο ενδιαφέροντα ακόρεστα οξέα και, με τη μορφή του αρκετά διαδεδομένου στη φύση γλυκεριδίου του, αποτελεί το κυριότερο συστατικό των ζωικών και φυτικών λιπών. Περιέχεται στο λάδι της ελιάς, του κοκκοφοίνικα, των αμυγδάλων, στους σπόρους του λίνου, στο λίπος των χοίρων και των βοοειδών. Στα φυτικά λίπη εμφανίζεται μόνο με την cis μορφή του, ενώ η trans μορφή (ελαϊδικό οξύ) παραλαμβάνεται με θέρμανση της μορφής cis στους 180°-200°C με την παρουσία σεληνίου. Παρασκευάζεται από τα άλατά του και κυρίως από τα άλατα του μολύβδου και του λιθίου, αφού πρώτα καθαριστούν. Παρασκευάζεται επίσης με υδρόλυση των γλυκεριδίων που το περιέχουν, μαζί με άλλα οξέα, από τα οποία αποχωρίζεται με κρυστάλλωση σε χαμηλότατες θερμοκρασίες. Είναι υγρό άχρωμο, άοσμο, με λιπαρή γεύση και με πυκνότητα 0,89. Το ε.ο. είναι ακόρεστη ένωση και έχει στο μόριό του έναν διπλό δεσμό· μπορεί να μετατραπεί σε κορεσμένο στεαρικό οξύ ύστερα από υδρογόνωση με μοριακό υδρογόνο και με την παρουσία καταλυτών περίπου στους 300°C. Είναι αδιάλυτο στο νερό και διαλυτό στην αλκοόλη. Τα άλατά του των αλκαλίων είναι διαλυτά στο νερό και αποτελούν τα κοινά σαπούνια. Με τα άλατα του μολύβδου κατασκευάζουν έμπλαστρα, με τα άλατα του θαλλίου αποψιλωτικά, με τα άλατα του μαγνησίου αντιεκρηκτικά των βενζινών. Το ε.ο. χρησιμοποιείται ακόμα και στη βιομηχανία των απορρυπαντικών.
Dictionary of Greek. 2013.